Την ησυχία του βρήκε στον Πανιώνιο και στη Νέα Σμύρνη ο Αλβάρο Ρεκόμπα. Ο Ουρουγουανός άσος των «κυανέρυθρων», σε συνέντευξη που παραχώρησε εξήγησε ότι ο παραπάνω ήταν ο κυριότερος λόγος που αποφάσισε μετά το Καμπιονάτο και την Ίντερ να επιλέξει το πρωτάθλημα της χώρας μας και μια ομάδα «μεσαίας» δυναμικότητας.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Ρεκόμπα στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ»
-Πως είναι η ζωή σου στην Ελλάδα;
«Ο πρώτος χρόνος ήταν περίοδος προσαρμογής για μένα και την οικογένειά μου σε όλους τους τομείς. Πλέον έχω καλύτερη επικοινωνία με όλους, βρήκα σχολείο για τα παιδιά και μπορώ να πω ότι η Ελλάδα είναι ένας ωραίος τόπος να ζεις».
-Ποια είναι η ιστορία πίσω από την απόφασή να έρθεις στην Ελλάδα;
«Ήθελα κάτι διαφορετικό μετά από 11-12 χρόνια στην Ιταλία. Τον Ιανουάριο του 2008 μιλούσα με τον Λάμπρο Χούτο, με τον οποίο μας συνδέει μεγάλη φιλία και μου ανέφερε το ενδεχόμενο της Ελλάδας. Χρειαζόμουν αλλαγή και τελικά ήταν μεγάλη. Από το Καμπιονάτο στη Σούπερ Λίγκα και από μια ομάδα που διεκδικούσε συνεχώς το πρωτάθλημα και το Τσάμπιονς Λιγκ σε μια ομάδα που κινείται στη μέση της βαθμολογίας».
-Γιατί δεν διάλεξες ένα πιο δυνατό πρωτάθλημα;
«Σίγουρα το ιταλικό πρωτάθλημα ή άλλα 3-4 στην Ευρώπη είναι πιο ισχυρά. Ή θα μπορούσα να είχα έρθει σε μια πιο δυνατή ελληνική ομάδα πχ τον Ολυμπιακό. Αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να παίξω σε μια πιο ήσυχη ομάδα, παραμένοντας φυσικά 100% επαγγελματίας. Στον Πανιώνιο για την ώρα χωρίς Ευρώπη, αγωνίζομαι κάθε Σάββατο ή Κυριακή και αυτό που με ενδιαφέρει είναι να απολαμβάνω τη χαρά του παιχνιδιού. Δεν αντιμετωπίζω όλη αυτή την πίεση, την ανάγκη να νικάς σε κάθε ματς, τους σπόνσορες κτλ κι όλους αυτούς εξωαγωνιστικούς παράγοντες που σε επηρεάζουν όταν παίζεις σε μια ομάδα σαν την Ίντερ. Ήθελα μόνο να παίζω μπάλα και να μην σκέφτομαι τίποτα άλλο. Να ασχολούμαι μόνο με τα 90 λεπτά κάθε αγωνιστικής»
-Τι περίμενες και τι βρήκες στο ελληνικό πρωτάθλημα;
«Ήξερα κάποια πράγματα από τον πεθερό μου, τον Ραφαέλ Περόνε, που είχε αγωνιστεί στα τέλη της δεκαετίας του '70 στον Ολυμπιακό. Μου έλεγε ότι το παιχνίδι εδώ ήταν πολύ σκληρό, οι παίκτες πολύ μαχητικοί, το ίδιο και οι οπαδοί. Ίσως αυτό να οφειλόταν και στην έλλειψη τεχνολογίας, στις λίγες κάμερες που κάλυπταν τα ματς. Εγώ φυσικά συνάντησα κάτι πολύ διαφορετικό σε σχέση με τότε, αλλά πολύ φυσιολογικό σε σχέση με το τι συμβαίνει τώρα στα γήπεδα όλου του κόσμου. Όπως παντού διακρίνονται οι ομάδες που κοστίζουν 20 εκατομμύρια ευρώ ή περισσότερα από τις ομάδες που κοστίζουν 4. Ξεχωρίζουν οι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και οι υπόλοιπες προσπαθούν κάθε εβδομάδα να τους κάνουν την έκπληξη».
-Αυτές οι 3-4 ομάδες που ξεχώρισες τι θα έκαναν αλήθεια αν έπαιρναν μέρος σε μια σεζόν στο Καμπιονάτο;
«Είναι τελείως διαφορετικό πρωτάθλημα. Εδώ οι μεγάλες ομάδες χάνουν ελάχιστα παιχνίδια κατά την διάρκεια της σεζόν. Στην Ιταλία ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος, οι «μικροί» μάχονται περισσότερο. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα έκαναν, καλές ομάδες και οι δικές σας, αλλά είναι άλλη υπόθεση το Καμπιονάτο. Άλλο επίπεδο...».
-Ποιους παίκτες ξεχωρίζεις στη Σούπερ Λιγκα;
«Μου αρέσει πολύ ο Ντουντού, σίγουρα ο Σισέ, είναι καλύτερος, νομίζω από ότι στο παρελθόν. Ο Λέτο και ο Γκαλέτι είναι σπουδαίοι παίκτες, αλλά χρειάζονται να παίζουν σε μια σπουδαία ομάδα για να αναδεικνύονται. Και ο Πάμπλο Γκαρσία είναι βέβαια ένα πολύ καλός αμυντικός χαφ».
-Κάποιος Έλληνας θα μπορούσε να κάνει καριέρα στα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης;
«Μου αρέσει πολύ ο Σαλπιγγίδης. Από τους νεότερους, ο δικός μας ο Μανιάτης είναι καλός, όπως και ο Μάκος που πήγε στην ΑΕΚ».
-Δυσκολεύεσαι πάντως να βρεις αρκετούς. Ο Νίνης;
«Δεν τον έχω παρακολουθήσει, μου αρέσει πάντως και ο Κοιλιάρας που είχαμε στον Πανιώνιο και επέστρεψε στον Εργοτέλη. Υπάρχουν καλοί παίκτες, αλλά μην ξεχνάμε ότι στην Εθνικής σας ομάδα η πλειονότητα των παικτών παίζει στο εξωτερικό και αυτό ρίχνει την ποιότητα του πρωταθλήματος».
-Η πιο περίεργη εμπειρία σου αυτόν τον χρόνο στην Ελλάδα;
«Είναι μερικά γήπεδα όπου απλά δεν μπορείς να παίξεις μπάλα. Όπως αυτό στη Λιβαδειά. Έλεγα στον πρόεδρο του Λεβαδειακού, τον κύριο Κομπότη, «έχεις καλή ομάδα, αν έφτιαχνες και το γήπεδο, φαντάσου τι θα μπορούσατε να κάνετε». Κάποιος που πληρώνει 20, 30, 40 ευρώ για να δει ένα ματς πρέπει να απολαμβάνει ένα καλό προϊόν. Και για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχουν καλοί αγωνιστικοί χώροι, όχι χωράφια».
-Θεωρείς τον εαυτό σου έναν παλιομοδίτη μπαλαδόρο ποδοσφαιριστή που ανήκει σε ένα σπάνιο είδος που εκλείπει σιγά σιγά;
«Όχι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που εξελίσσεται όπως όλα στη ζωή. Και το επίπεδο του να ξέρεις ότι είναι καλύτερο από ότι δέκα χρόνια πριν. Βγαίνουν συνεχώς καλοί παίκτες και αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Εγώ απλά έχω την τύχη μετά από τόσα χρόνια καριέρας να μπορώ να επιλέγω που παίζω. Και αν με θέλει ο Πανιώνιος θα συνεχίζω εδώ».
-Εσύ για ποιον παίζεις; Για τον εαυτό σου που πρέπει να επιβεβαιώσει το ταλέντο του, για τον κόσμο που θέλει να δει κάτι παραπάνω ή για την ομάδα που πρέπει να νικήσει;
«Για την ομάδα πάνω από όλα. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν αλτρουιστής κι αυτό δεν αλλάζει στο γήπεδο. Με νοιάζει να προσφέρω θέαμα, αλλά αυτό που έχει σημασία στο τέλος της βραδιάς είναι να φεύγουμε νικητές».
-Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, προπονητής σου στην Ίντερ, κάποτε είχε πει για σένα: «Έχει τόσο ταλέντο, που με οδηγεί είτε στην απόλαυση είτε στην οργή». Πως ήταν οι σχέσεις σου με τους προπονητές; Ο αγαπημένος σου;
«Ήταν πάντα καλές δεν είχα προβλήματα. Ο καλύτερος προπονητής είναι εκείνος που κερδίζει. Αν δεν το κάνει, φεύγει. Αγαπημένος μου ήταν ο Χόρχε Φοσάτι που τον είχα και στην εθνική Ουρουγουάης για τρία χρόνια. Αλλά και στην Ίντερ είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Παγκόσμιο Πρωταθλητή Λίπι, τον Κούπερ που ήταν φοβερή προσωπικότητα και βέβαια τον Μαντσίνι».
-Όταν ένας παίκτης κρεμά τα παπούτσια του, βιώνει τον πρώτο του θάνατο; Τι θα κάνεις μετά;
«Δεν το σκέφτομαι έτσι, η ζωή συνεχίζεται, θα ασχοληθώ με το γιο μου που δείχνει να έχει ταλέντο. Δεν θέλω να γίνω προπονητής, ίσως μόνο σε ακαδημίες. Είναι μια πολύ άσχημη θέση γιατί πρέπει να ενοχλείς με τις επιλογές σου και να υφίστασαι την πίεση της διοίκησης, των παικτών, των μάνατζερ».
-Ποιος παίκτης ήταν πρότυπό σου όταν ξεκινούσες και ποιον σέβεσαι περισσότερο από τη γενιά σου;
«Στο πρώτο σίγουρα ο 'Έντσο Φραντσέσκολι και μάλιστα είχα την τύχη να παίξω μαζί του. Σέβομαι και τιμώ τον Πάολο Μοντέρο που παίξαμε μαζί στην Εθνική Ουρουγουάης και βέβαια στον Χαβιέρ Ζανέτι γιατί παίζει τόσα χρόνια στην Ίντερ στο ίδιο υψηλό επίπεδο. Το ίδιο ένιωθα και για τον Μαλντίνι. Από άποψη ποιότητας, σίγουρα θα πλήρωνα εισιτήριο για τον Ζιντάν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου